περιδινήσεις

περιδινήσεις
περιδίνησις
whirling round
fem nom/voc pl (attic epic)
περιδίνησις
whirling round
fem nom/acc pl (attic)
περιδῑνήσεις , περιδινέω
aor subj act 2nd sg (epic)
περιδῑνήσεις , περιδινέω
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αιολική διάβρωση — Η διαβρωτική ενέργεια που αναπτύσσουν οι άνεμοι κατά την κίνησή τους πάνω στην επιφάνεια της Γης, τροποποιώντας έτσι την εξωτερική μορφή των διάφορων εμφανίσεων των πετρωμάτων, κυρίως στις ερημικές θερμές περιοχές και σε μικρότερη κλίμακα σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”